Η Άννα ξύπνησε (ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί αυτή η φυσική ενέργεια) και έκανε ότι συνήθως. Πήγε στην τουαλέτα, έκανε το ίδιο κ...
Η Άννα ξύπνησε (ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί αυτή η φυσική ενέργεια) και έκανε ότι συνήθως. Πήγε στην τουαλέτα, έκανε το ίδιο κρύο/ζεστό, το ίδιο της έκανε, μπάνιο και έφαγε το πρωινό της. Το ίδιο βιαστικά ως συνήθως. Πήρε το παλτό της και άνοιξε την πόρτα..
Πίσω της, προσπαθούσε να προλάβει το βήμα της ο Εαυτός της, εκείνο το χαρούμενο και γεμάτο όνειρα κορίτσι που είχε μείνει χρόνια ξεχασμένο. Την είδε να βγαίνει από την είσοδο της πολυκατοικίας και να διασχίζει το γκαράζ για να βγει έξω. Η Άννα σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταξε το αυτοκίνητο της. Ο Εαυτός της την παρακολουθούσε και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα τρέξει ένα δάκρυ, έστω μια αντίδραση που πια δεν οδηγεί το αγαπημένο της παλιό μεταχειρισμένο αμαξάκι σ'αυτή τη ζούγκλα που λέγεται Αθήνα.. Τίποτα, καμία αντίδραση.
Συνέχισε το δρόμο της προς το τραίνο για Αθήνα μέσα στο πλήθος, στους ανθρώπους που έμοιαζαν με αυτή. Χωρίς πρόσωπα, όλοι κινούνταν μηχανικά και τόσο γρήγορα.
Έτρεξε πίσω της και την ακούμπησε στον ώμο, της είπε ότι δεν την αναγνωρίζει. Εκείνη έπεσε πάνω σε έναν νεαρό και ούτε που γύρισε να ζητήσει ένα συγνώμη. Προχωρούσε (σαν) υπνωτισμένη να μη χάσει το τραίνο. Ο Εαυτός την ακολουθούσε τρομάζοντας με όλα αυτά τα αντικείμενα που είχαν χέρια και πόδια.
Μπήκαν στο τραίνο και εκείνη στάθηκε κάπου όρθια αν και υπήρχαν θέσεις να κάτσει κάνοντας τον Εαυτό της που στεκόταν απέναντι της να αναρωτιέται αν έχει καταλάβει ότι υπάρχουν άδειες θέσεις ή στάθηκε εκεί από συνήθεια χωρίς να βλέπει τίποτα άλλο. Περιεργάστηκε το πρόσωπο της.
Τα μάτια της, αν και ήταν 35 χρονών, φαινόταν κουρασμένα και τα χείλη της ακόμα και μετά από το μπάνιο πρησμένα λες και είχε να μιλήσει χρόνια. Φόραγε ένα φόρεμα γραφείου και μαύρες λουστρίνι γόβες και κρατούσε τον χαρτοφύλακα της. Έμοιαζε τόσο ξένη σ'αυτά τα ρούχα, δε της ταίριαζαν καθόλου. Η Άννα κοίταζε έξω..
Το τραίνο περνούσε από τις συνοικίες της Αθήνας. Κτίρια με γκράφιτι μισογκρεμισμένα, παλιά κτίρια εταιριών που αν και φαινόταν παρατημένα είχαν ανοιχτά φώτα, κίνηση και φωνές στους δρόμους, άστεγοι που κοιμόταν σε κάποιο παγκάκι, σκουπίδια. Ο Εαυτός κοιτούσε μια έξω μια εκείνη.
Η Άννα είχε το ίδιο βλέμμα με το πρωί, με εχθές, με προχθές, με το προηγούμενο μήνα, χρόνο....
Και φτάνει ξανά στη δουλειά. Ο Εαυτός της ακολουθώντας την, ρίχνει ματιές γύρω. Την βλέπει να κάθεται στην καρέκλα μπροστά στον υπολογιστή και να γράφει στο πληκτρολόγιο μηχανικά.
Όλοι εκεί μέσα αν και έμοιαζαν μεταξύ τους, ρούχα ακριβά και ρολόγια, δεν αντάλλαξαν ούτε ένα βλέμμα. Δεν άρεσε ο ένας στον άλλον μάλλον.. Βασικά πουθενά, ούτε στο δρόμο, ούτε στο τραίνο φάνηκε να δίνει κάποιος σημασία στο συνάνθρωπό του..
Πέρασαν 8 ώρες και η Άννα ξεκίνησε για το σπίτι. Το ίδιο σκηνικό..
Και ξανά πήγε στη δουλειά και γύρισε..και ξανά το ίδιο.
Αυτή ήταν η ιστορία της... Ούτε όνειρα, ούτε αγάπη, ούτε αντίδραση.. Ούτε, ούτε, ούτε...
Πίσω της, προσπαθούσε να προλάβει το βήμα της ο Εαυτός της, εκείνο το χαρούμενο και γεμάτο όνειρα κορίτσι που είχε μείνει χρόνια ξεχασμένο. Την είδε να βγαίνει από την είσοδο της πολυκατοικίας και να διασχίζει το γκαράζ για να βγει έξω. Η Άννα σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταξε το αυτοκίνητο της. Ο Εαυτός της την παρακολουθούσε και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα τρέξει ένα δάκρυ, έστω μια αντίδραση που πια δεν οδηγεί το αγαπημένο της παλιό μεταχειρισμένο αμαξάκι σ'αυτή τη ζούγκλα που λέγεται Αθήνα.. Τίποτα, καμία αντίδραση.
Συνέχισε το δρόμο της προς το τραίνο για Αθήνα μέσα στο πλήθος, στους ανθρώπους που έμοιαζαν με αυτή. Χωρίς πρόσωπα, όλοι κινούνταν μηχανικά και τόσο γρήγορα.
Έτρεξε πίσω της και την ακούμπησε στον ώμο, της είπε ότι δεν την αναγνωρίζει. Εκείνη έπεσε πάνω σε έναν νεαρό και ούτε που γύρισε να ζητήσει ένα συγνώμη. Προχωρούσε (σαν) υπνωτισμένη να μη χάσει το τραίνο. Ο Εαυτός την ακολουθούσε τρομάζοντας με όλα αυτά τα αντικείμενα που είχαν χέρια και πόδια.
Μπήκαν στο τραίνο και εκείνη στάθηκε κάπου όρθια αν και υπήρχαν θέσεις να κάτσει κάνοντας τον Εαυτό της που στεκόταν απέναντι της να αναρωτιέται αν έχει καταλάβει ότι υπάρχουν άδειες θέσεις ή στάθηκε εκεί από συνήθεια χωρίς να βλέπει τίποτα άλλο. Περιεργάστηκε το πρόσωπο της.
Τα μάτια της, αν και ήταν 35 χρονών, φαινόταν κουρασμένα και τα χείλη της ακόμα και μετά από το μπάνιο πρησμένα λες και είχε να μιλήσει χρόνια. Φόραγε ένα φόρεμα γραφείου και μαύρες λουστρίνι γόβες και κρατούσε τον χαρτοφύλακα της. Έμοιαζε τόσο ξένη σ'αυτά τα ρούχα, δε της ταίριαζαν καθόλου. Η Άννα κοίταζε έξω..
Το τραίνο περνούσε από τις συνοικίες της Αθήνας. Κτίρια με γκράφιτι μισογκρεμισμένα, παλιά κτίρια εταιριών που αν και φαινόταν παρατημένα είχαν ανοιχτά φώτα, κίνηση και φωνές στους δρόμους, άστεγοι που κοιμόταν σε κάποιο παγκάκι, σκουπίδια. Ο Εαυτός κοιτούσε μια έξω μια εκείνη.
Η Άννα είχε το ίδιο βλέμμα με το πρωί, με εχθές, με προχθές, με το προηγούμενο μήνα, χρόνο....
Και φτάνει ξανά στη δουλειά. Ο Εαυτός της ακολουθώντας την, ρίχνει ματιές γύρω. Την βλέπει να κάθεται στην καρέκλα μπροστά στον υπολογιστή και να γράφει στο πληκτρολόγιο μηχανικά.
Όλοι εκεί μέσα αν και έμοιαζαν μεταξύ τους, ρούχα ακριβά και ρολόγια, δεν αντάλλαξαν ούτε ένα βλέμμα. Δεν άρεσε ο ένας στον άλλον μάλλον.. Βασικά πουθενά, ούτε στο δρόμο, ούτε στο τραίνο φάνηκε να δίνει κάποιος σημασία στο συνάνθρωπό του..
Πέρασαν 8 ώρες και η Άννα ξεκίνησε για το σπίτι. Το ίδιο σκηνικό..
Και ξανά πήγε στη δουλειά και γύρισε..και ξανά το ίδιο.
Αυτή ήταν η ιστορία της... Ούτε όνειρα, ούτε αγάπη, ούτε αντίδραση.. Ούτε, ούτε, ούτε...
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΕΛΙΝΑ Α.
ΣΧΟΛΙΑ